Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα

См. также в других словарях:

  • Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …   Dictionary of Greek

  • ανομβρητικός — ἀνομβρητικός, ή, όν (Α) [ανομβρώ] αυτός που προκαλεί ανάβλυση νερού («ὁ πατὴρ ἀνομβρητικὸς Πνεύματος Ἁγίου» το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα σαν νερό που αναβλύζει) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιανόν Σύμβολον — Βιβλίο χριστιανικής πίστης, του οποίου συγγραφέας φέρεται ο Μέγας Αθανάσιος. Το έργο όμως κακώς αποδόθηκε στον Αθανάσιο, αφού το περιεχόμενό του δεν συμφωνεί με τη διδασκαλία του Αθανάσιου και ακόμα περιλαμβάνει την καταδίκη της αίρεσης του… …   Dictionary of Greek

  • φιλιόκβε — το άκλ. (λ. λατ.), όρος που δηλώνει το δόγμα της δυτικής και της προτεσταντικής Eκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα (Θεό), αλλά και από το Γιο (Χριστό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»